Σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. 2034/2024 πρόσφατη απόφαση του ΣτΕ κρίθηκε ότι οι βελτιώσεις που πραγματοποιεί ο Μισθωτής επί του μισθίου με δικές του δαπάνες και τις οποίες σύμφωνα με ρητό όρο του μισθωτηρίου οφείλει να παραδώσει στον Εκμισθωτή – Ιδιοκτήτη του κατά την λήξη της μίσθωσης, θεωρούνται ως εισόδημα του τελευταίου.
Το εισόδημα αυτό υπολογίζεται με βάση την αξία των εν λόγω βελτιώσεων κατά τον χρόνο πραγματοποίησής τους και κατανέμεται ισόποσα σε τόσα έτη όσα και αυτά που διαρκεί η μίσθωση. Το σκεπτικό της απόφασης αυτής είναι ότι το ποσό της δαπάνης για την βελτίωση του μισθίου λαμβάνεται αντί μισθώματος ή προς συμπλήρωση του συμφωνηθέντος μισθώματος και άρα ο Εκμισθωτής απέβλεπε και σε αυτό κατά την κατάρτισης της συμφωνίας μίσθωσης με τον Μισθωτή του.
Κατά συνέπεια, ο φορολογικός έλεγχος εφόσον διαπιστώσει τον σχετικό όρο στην σύμβαση και την πραγματοποίηση των βελτιώσεων αυτών δύναται να καταλογίσει οποτεδήποτε την «υπεραξία» αυτή του μισθίου ως εισόδημα του Ιδιοκτήτη Εκμισθωτή.
Για τον λόγο αυτόν, λοιπόν, θα πρέπει οι Ιδιοκτήτες – Εκμισθωτές να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί κατά την κατάρτιση της σύμβασής τους και να λαμβάνουν ενημέρωση για τις σκοπούμενες αλλαγές – βελτιώσεις του μισθίου από τους υποψήφιους Μισθωτές τους ώστε να μην καταλαμβάνονται εξαπίνης. Στις περιπτώσεις αυτές , η αναζήτηση ορθής νομικής συμβουλής θα ήταν κάτι παραπάνω από επωφελής για αυτούς.
Θεόδωρος Μακρής – teo@makrislawoffice.com