Στον απόηχο του ολικού ‘ lockdown’ και της μετάβασής μας στη νέα ‘ COVID’ πραγματικότητα, στην καθημερινότητα όλων μας εισήχθησαν νέες υποχρεώσεις και δεσμεύσεις, οι οποίες καίτοι κατά τα μέχρι τώρα δεδομένα φαίνεται να αποτελούν το μοναδικό μέτρο προστασίας μας έναντι της πανδημίας, εντούτοις δεν χαίρουν καθολικής εκτίμησης και αποδοχής με μεγάλη μερίδα της κοινής γνώμης να αρνείται να συμμορφωθεί με τα κελεύσματα των ημερών προβάλλοντας επιχειρήματα ευρέου φάσματος από την άρνηση αυτής καθ’ αυτής της ύπαρξης της νόσου έως και τον υπερβολικό, μη αναγκαίο, ακόμη και αντιδημοκρατικό χαρακτήρα των ληφθέντων μέτρων.

Και ενώ τα προληπτικά μέτρα έναντι της πανδημίας απαριθμούν ήδη κάποιους μήνες ζωής και προϊούσης της νόσου αναπροσαρμόζονται στις νέες απαιτήσεις, η εμπειρική παρατήρηση του καθημερινού βίου αποδεικνύει πώς αυτά απέχουν πολύ από το να γίνουν συνήθεια και βίωμα της πλειονότητας του πληθυσμού, η οποία ενόσω κατά κανόνα επιδεικνύει τη δέουσα ατομική ευθύνη και υπευθυνότητα  προβαίνοντας σε χρήση όλων των προβλεπόμενων μέτρων κατά τη συναλλαγή της με δημόσιους φορείς ή την παρουσία της σε δημόσιους κλειστούς χώρους υψηλού συνωστισμού ( βλ. μέσα μαζικής μεταφοράς, καταστήματα λιανικής πώλησης), σε χώρους εστίασης και ψυχαγωγίας εντούτοις φαίνεται να  υποκρύπτεται η αντίληψη ‘ πώς ο ιός εκεί δεν κολλάει’ και παρ’ όλα τα επαπειλούμενα μέτρα για την αποφυγή του συγχρωτισμού, αυτά, όταν σπάνια τηρούνται, τηρούνται μόνον τύποις με τις φωνές περί του αντισυνταγματικού χαρακτήρα των μέτρων όλο και να πληθαίνουν.

Το αντισυνταγματικό περιεχόμενο ενός νόμου, η αντίθεσή του δηλαδή στις ανώτατες και υπερνομοθετικές αρχές και τα θεμελιώδη δικαιώματα ενός κράτους-δικαίου συνεπάγεται κατ’ ουσίαν αυτή καθ’ αυτή την ανυπαρξία του, ελέγχεται δε σε δύο στάδια τόσο κατά τη ψήφισή του όσο και κατόπιν αυτής. Ο έλεγχος, που διεξάγεται κατά την ψήφιση ενός νόμου καλείται ‘ κοινοβουλευτικός’ και κατά τη διεξαγωγή του εξετάζεται αν η υποβληθείσα  πρόταση νόμου  είναι ή όχι αντισυνταγματική, με τη Βουλή να απέχει από τη ψήφισή της στη δεύτερη περίπτωση, κατόπιν δε της ενσωμάτωσης του νόμου στην έννομη τάξη ακολουθεί ο ‘ δικαστικός έλεγχος’ αυτού, ο οποίος και συνεπάγεται σπουδαιότερες έννομες συνέπειες για τους διοικούμενους. 

Κατά τον δικαστικό έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων, κάθε Δικαστήριο ανεξαρτήτως βαθμού δικαιοδοσίας και αρμοδιότητας καλείται να αποφανθεί περί της συνταγματικότητας ή μη του νόμου, τον οποίο καλείται να εφαρμόσει και σε περίπτωση κατά την οποία διαγνώσει την αντισυνταγματικότητα του εφαρμοστέου δικαίου, οφείλει κατ’ άρ. 93 παρ. 4 του Συντάγματος να απέχει από την εφαρμογή του, άλλως ενεργεί κατά παράβαση του Συντάγματος.

Αναφορικά δε με τα προληπτικά μέτρα αντιμετώπισης κατά του COVID -19, η λήψη των οποίων κρίθηκε συνταγματική και επιτακτική για λόγους δημοσίας υγείας κατά το στάδιο του κοινοβουλευτικού ελέγχου, το φεγάδι της αντισυνταγματικότητάς τους, εξαιτίας της δήθεν αντίθεσής τους στην συνταγματικώς κατοχυρωμένη αρχή της αναλογικότητας, στην αρχή δηλαδή, που επιτάσσει οι περιορισμοί που επιβάλλονται στην άσκηση ενός θεμελιώδους δικαιώματος να εξυπηρετούν καταρχάς έναν θεμιτό σκοπό και να είναι κατάλληλοι, αναγκαίοι και αναλογικοί για την επίτευξη αυτού του σκοπού, συνέχισε να τα ακολουθεί στην κοινή αντίληψη κατά την εφαρμογή τους οδηγώντας στην προσφυγή των πολιτών στη Δικαιοσύνη σε περιπτώσεις επιβολής προστίμων και δίνοντας τη σκυτάλη στην τελευταία να αποφανθεί περί του συνταγματικού ή μη χαρακτήρα των μέτρων.

Τα πρώτα δείγματα γραφής των πρόσφατων δικαστικών αποφάσεων φαίνονται να συντάσσονται με τη συνταγματικότητα των ληφθέντων μέτρων και να υιοθετούν την εφαρμογή αυτών στις επιμέρους ιδιωτικές σχέσεις. Συγκεκριμένα, το Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών κρίνοντας επί αιτήσεως για την αναστολή της εκτέλεσης του επιβληθέντος προστίμου ποσού 5.000,00 €, την οποία άσκησε ιδιοκτήτης καταστήματος εστίασης, ο οποίος εντοπίσθηκε να λειτουργεί την επιχείρησή του σερβίροντας στο χώρο αυτής  δύο καθήμενα άτομα κατά την περίοδο της καθολικής απαγόρευσης της λειτουργίας της, αποφάνθηκε ότι ‘ από την επισκόπηση του πλέγματος των εξαιρετικού και έκτακτου χαρακτήρα διατάξεων , συνάγεται ότι σκοπός θεσμοθέτησής τους ήταν η προστασία της δημόσιας υγείας από τον κίνδυνο διασποράς του κορωνοϊού COVID – 19, αφού ελήφθησαν υπόψη, κατά τα κοινώς γνωστά, αφενός μεν ο χρόνος εμφάνισης του εν λόγω ιού το Δεκέμβριο του 2019 στην πόλη Ουχάν της Κίνας, η μετέπειτα ραγδαία εξάπλωσή του παγκοσμίως, ειδικότερα δε στην ευρωπαϊκή ήπειρο με κύρια επιδημική εστία την Ιταλία και δευτερεύουσες εστίες την Ισπανία, τη Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο, το γεωμετρικά αυξανόμενο αριθμό των νοσούντων αλλά και των θανάτων, τη μεγάλη μεταδοτικότητά του, την ιδιαίτερη επικινδυνότητά του καθώς και την έλλειψη ειδικής θεραπείας ή εμβολίου, σε συνάρτηση πάντοτε με τα κρατούντα στατιστικά και επιστημονικά δεδομένα, αφετέρου δε το γεγονός ότι η συγκεκριμένη μολυσματική νόσος αξιολογήθηκε από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας ως πανδημία, με κριτήριο την απειλή επιβάρυνσης των εθνικών συστημάτων υγείας των κρατών ανά την υφήλιο σε βαθμό εξουθένωσής τους κατά το χρόνο έξαρσής της’ και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ‘ κωλύεται η χορήγηση της αιτούμενης αναστολής εκτελέσεως των προσβαλλόμενων πράξεων, λόγω της συνδρομής επιτακτικού λόγου δημοσίου συμφέροντος.’

Στο ίδιο μήκος κύματος, το Διοικητικό Πρωτοδικείο Πατρών κρίνοντας επί ανάλογης περίπτωσης επιβολής προστίμου ποσού 3.000,00 € και δεκαπενθήμερης σφράγισης  χώρου εστίασης στον οποίο δεν τηρούνταν η αναλογία ευρισκόμενων ατόμων και ωφέλιμων τ.μ. επιφάνειας τάχθηκε υπέρ της συνταγματικότητας των διατάξεων και της μη προσβολής της αρχής της αναλογικότητας τονίζοντας ‘ οι ένδικες κυρώσεις  ενόψει και του επιτακτικού λόγου δημοσίου συμφέροντος στην εξυπηρέτηση του οποίου αποσκοπούν (προστασία της δημόσιας υγείας μέσω του περιορισμού της διασποράς του κορωνοϊού COV1D-19), δεν αντίκεινται στην αρχή της αναλογικότητας, καθόσον δεν είναι προδήλως ακατάλληλες για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού, οι δε δυσμενείς συνέπειες τους δεν τελούν σε προφανή δυσαναλογία ούτε υπερακοντίζουν τον επιδιωκόμενο σκοπό.  Σε κάθε περίπτωση, το επιβληθέν πρόστιμο είναι το κατώτατο που προβλέπεται από τις οικείες διατάξεις. Τα δε προβαλλόμενα περί οικονομικής ζημίας και ηθικής βλάβης του αντιλέγοντος δεν ασκούν επιρροή στη νομιμότητα των προσβαλλόμενων πράξεων.’ ενώ παράλληλα προέβη και σε ερμηνεία της χρονικού πλαισίου επιβολής του μέτρου της σφράγισης, τονίζοντας ότι αυτή επιβάλλεται για χρονικό διάστημα 15 ημερολογιακών και όχι εργάσιμων ημερών.

Τα μέχρι τώρα επιληφθέντα Δικαστήρια διά των αποφάσεών τους συντάχθηκαν με τη  θέση περί της συνταγματικότητας των ληφθέντων μέτρων κατά της πανδημίας του COVID και έκριναν ορθή την εφαρμογή των εξαιρετικών αυτών μέτρων στις ιδιωτικές σχέσεις, στηριζόμενα στα πορίσματα της επιστήμης αλλά και στον πρωτοφανή κίνδυνο για τη δημόσια υγεία. Στο μέλλον, η στάση των πολιτών θα δώσει την ευκαιρία στη Δικαιοσύνη να αποφανθεί εκ νέου επί της νομιμότητας  των μέτρων αυτών σε πλείονες επιμέρους περιπτώσεις και αναμένεται με ενδιαφέρον η δικαστική διάγνωση των ορίων εφαρμογής του  ‘δικαίου της ανάγκης’ , που επέβαλε η πανδημία του COVID-19.